palindromic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- palindromic < palindrome < αρχαία ελληνική παλίνδρομος
Επίθετο[επεξεργασία]
palindromic (en)
- καρκινικός, για λέξη ή φράση που μπορεί να διαβαστεί και με αντίστροφη φορά
- madam, that's a palindromic word