pastres

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Παλαιά γαλλικά (fro)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

pastres αρσενικό

  • sujet του ενικού, δείτε τη λέξη pastor