patchy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

/ˈpætʃɪ/

Ετυμολογία en[επεξεργασία]

characterized by or made up of patches[1] (ενικός patch)

Επίθετο[επεξεργασία]

patchy (en)

  1. ανομοιογενής
    • Συνώνυμα: uneven in quality
  2. πιτσιλωτός, διάστικτος
  3. σποραδικός