permisceo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

permisceo < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

permisceo (la)

  1. συμμήγνυμι, ανακατεύομαι με άλλους, αναμιγνύω
  2. συνδυάζω
  3. προκαλώ σύγχυση