permisceo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- permisceo < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
permisceo (la)
- συμμήγνυμι, ανακατεύομαι με άλλους, αναμιγνύω
- συνδυάζω
- προκαλώ σύγχυση