perpetual

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

perpetual (en) (χωρίς παραθετικά)

  • διαρκής, αέναος, που συνεχίζει για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς διακοπή
    My work at the office is perpetual boredom.
    Η δουλειά μου στο γραφείο είναι διαρκής πλήξη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη continuous

Πηγές[επεξεργασία]