pervert
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pervert (en)
- (υποτιμητικό) άνθρωπος διεστραμμένος, ανώμαλος σεξουαλικά
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Το ακριβές περιεχόμενο του όρου είναι κοινωνικά καθορισμένο και μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τον τόπο και την εποχή
Ρήμα[επεξεργασία]
pervert (en)
- διαφθείρω
- διαστρέφω, εκμαυλίζω
- (αμετάβατο) γίνομαι διεστραμμένος, διαφθείρομαι