piaszczysty
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
piaszczysty < piasek
Επίθετο[επεξεργασία]
piaszczysty (pl)
- αμμώδης, αμμουδερός
piaszczysty < piasek
piaszczysty (pl)