popular

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός popular
συγκριτικός more popular
υπερθετικός most popular

Επίθετο[επεξεργασία]

popular (en)

  1. δημοφιλής
    Spanish is a popular language.
    Τα ισπανικά είναι μια δημοφιλής γλώσσα.
  2. δημώδης, κοινός, μη λόγιος, μη επιστημονικός

Πηγές[επεξεργασία]