prévalence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- prévalence < (κληρονομημένο) μέση γαλλική prevalence [1]
- για τον ιατρικό όρο < (άμεσο δάνειο) αγγλική prevalence < πιθανόν λατινική praevalentia
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
prévalence (fr) θηλυκό
- συνώνυμο του avantage
- (για επιδημίες ή άλλο γεγονός σχετικό με την ιατρική) ο αριθμός ασθενειών (ή άλλου γεγονότος) που καταγράφονται σε έναν ορισμένο πληθυσμό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ prévalence - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση γαλλική (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση γαλλική (γαλλικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Λέξεις με πρόθημα pré- (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Ιατρική (γαλλικά)