prêt-à-porter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pʁɛt‿a pɔʁ.te/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
prêt-à-porter (fr) αρσενικό
prêt-à-porter (fr) αρσενικό