prairial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
prairial (fr) αρσενικό
- (μήνας, παρωχημένο, ιστορία) Πρεριάλ, ο Λειμώνιος μήνας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- prairial στη γαλλική Βικιπαίδεια
Πηγές[επεξεργασία]
- prairial - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- prairial - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online