predate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌpriːˈdeɪt/
Ρήμα[επεξεργασία]
predate (en)
- προηγούμαι χρονικά, είμαι παλαιότερος/αρχαιότερος, προϋπάρχω, προημερεύω, προχρονολογίζομαι, προχρονολογούμαι
Ρήμα[επεξεργασία]
predate (en) (διαφορετικής ετυμολογίας)
- θηρεύω
- αποτελώ θηρευτή και εμφανίζω ανάλογη συμπεριφορά