prepper
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
prepper (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
prepper (en)
- αυτός που προετοιμάζεται για κοσμική καταστροφή
prepper (en)
prepper (en)