pyéloscopie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pyéloscopie (fr) θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- pyéloscopie - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé