quant-à-soi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: quant

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

quant-à-soi (fr) αρσενικό, μόνο στον ενικό

  • κάτι που διακρίνει έναν άνθρωπο που διατηρεί τις αποστάσεις από τους άλλους, θέλει να είναι ανεξάρτητος/η όσον αφορά τις γνώμες και τις πράξεις του

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • tenir / rester sur son quant-à-soi
και
  • tenir / rester sur son quant-à-soi - διατηρώ τις αποστάσεις μου
  • se mettre sur son quant-à-soi - κάνω τον περήφανο