recessive

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

recessive (en)

  1. recessive adj (gene: not dominant) υπολειπόμενος, υποτελής επίθ
    • Συνώνυμα: not dominant gene, not dominant
  2. υφεσιακός