recessive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
recessive (en)
- recessive adj (gene: not dominant) υπολειπόμενος, υποτελής επίθ
- Συνώνυμα: not dominant gene, not dominant
- υφεσιακός