revival
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
revival (en)
- η αναβίωση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- revival < (άμεσο δάνειο) αγγλική revival
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
revival (fr) αρσενικό