rifuĝi

Από Βικιλεξικό
(Ανακατεύθυνση από rifug'i)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
rifuĝi < rifuĝ- + -i
ρήμα rifuĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας rifuĝas rifuĝanta rifuĝata
αόριστος rifuĝis rifuĝinta rifuĝita
μέλλοντας rifuĝos rifuĝonta rifuĝota
υποθετική rifuĝus - -
προστακτική rifuĝu - -

rifuĝi (eo)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

rifugxi, rifughi, rifug'i