rozkład
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
rozkład < rozkładać
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rozkład (pl) αρσενικό
- το πρόγραμμα, το χρονοδιάγραμμα
- η αποσύνθεση
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- rozkład jazdy: το/τα δρομολόγια