rudiment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rudiment (en)
- θεμελιώδης αρχή, θεμέλιος λίθος
- (βιολογία) (να προστεθεί λέξη), κύτταρα του εμβρύου που θα εξελιχθούν σε όργανο