run the risk
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
run the risk (en)
- (συνοδευόμενο από το «of») διατρέχω τον κίνδυνο να, βρίσκομαι σε μια κατάσταση στην οποία κάτι κακό θα μπορούσε να μου συμβεί
- ↪ I run the risk of being expelled.
- Διατρέχω τον κίνυδνο να αποβληθώ.
- ↪ I run the risk of being expelled.