süß
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
süß (de)
- αυτός που έχει γλυκή γεύση, ο γλυκός
- Schokolade ist süß.
- Η σοκολάτα είναι γλυκιά.
- Schokolade ist süß.
- αυτός που είναι χαριτωμένος, πράος, μειλίχιος
- Hans ist so süß, wenn er lächelt!
- Ο Χανς είναι τόσο γλυκός όταν χαμογελάει!
- Hans ist so süß, wenn er lächelt!