słoń
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
słoń < πρωτοσλαβική slonъ
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
słoń (pl) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο), (κοινά) ο ελέφαντας