safe bet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
safe bet (en)
- (ιδιωματισμός) το στάνταρ, κάτι που είναι πιθανό να συμβεί ή να πετύχει
- ↪ There is a chance that many safe bets won’t pan out.
- Yπάρχει περίπτωση να ανατραπούν πολλά στάνταρ.
- ↪ There is a chance that many safe bets won’t pan out.