scary
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | scary |
συγκριτικός | scarier |
υπερθετικός | scariest |
Επίθετο[επεξεργασία]
scary (en)
- (ανεπίσημο) τρομακτικός
- ↪ The scary teacher is very strict.
- Η τρομακτική καθηγήτρια είναι πολύ αυστηρή.
- ↪ The scary teacher is very strict.