sedation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sɪˈdeɪʃ(ə)n/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sedation (en)
- νάρκωση, καταστολή (λειτουργιών), η καταπράυνση της έντασης ή της ταραχής