self-disparaging
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- self-disparaging < self + disparaging
Επίθετο
[επεξεργασία]self-disparaging (en)
self-disparaging (en)