shallow
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
shallow (en)
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) ρηχός
- αβαθής
- ανάβαθος, ανάβαθα
- επιπόλαιος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- (πληροφορική) shallow copy