sightline

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sightline (en)

  • (οπτική) ευθεία θέασης, η κοντινότερη διαδρομή μεταξύ αντικειμένου και παρατηρητή, ή μεταξύ δύο σημείων

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • sightline στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια