siostrzeniec
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
siostrzeniec (pl) < siostra (pl)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɕɔˈsṭʃɛ̃ɲɛt͡s̑/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
siostrzeniec (pl) αρσενικό
- ο ανιψιός (γιος της αδελφής)