sodomiser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sodomiser < sodomie
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sɔ.dɔ.mi.ze/
Ρήμα[επεξεργασία]
sodomiser (fr)
- (μεταβατικό) επιδίδομαι στη σοδομία με κάποιον