sometimes

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sometimes < some + times

Επίρρημα[επεξεργασία]

sometimes (en) (χωρίς παραθετικά)

  • κάποιες φορές, καμιά φορά, κάποτε, άλλοτε…άλλοτε, πότε…πότε
    Sometimes I have a hard time making decisions.
    Κάποιες φορές δυσκολεύομαι να πάρω αποφάσεις.
    Sometimes, I go for a walk in the park in the afternoon.
    Καμία φορά πηγαίνω βόλτα στο πάρκο το απόγευμα.
    We meet sometimes and chat.
    Συναντιόμαστε κάποτε και τα λέμε.
    The weather is sometimes cold and sometimes hot.
    Ο καιρός είναι άλλοτε κρύος και άλλοτε ζεστός.
    They work alternately, sometimes one and sometimes the other.
    Λειτουργούν εναλλακτικά, πότε το ένα πότε το άλλο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη occasionally

Πηγές[επεξεργασία]