splinting
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
splinting (en)
- ναρθηκοποίηση, τοποθέτηση νάρθηκα
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
splinting (en)
splinting (en)
splinting (en)