stal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stal (pl) θηλυκό
- το ατσάλι
- jak hartowała się stal (powieść Mikołaja Ostrowskiego)
- πώς δενότανε τ' ατσάλι (μυθιστόρημα του Νικολάι Οστρόφσκι)
- jak hartowała się stal (powieść Mikołaja Ostrowskiego)