sterniĝata

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

sterniĝata

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

sterniĝata (eo)

  • ενεστώτας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος sterniĝi