stipulate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: stimulate

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

stipulate (en)

  1. ορίζω, καθορίζω, προκαθορίζω
  2. θέτω ως προϋπόθεση συμφωνίας

Συνώνυμα[επεξεργασία]