stupéfaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- stupéfaire < stupéfait
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sty.pe.fɛʁ/
Ρήμα[επεξεργασία]
stupéfaire (fr)
- αφήνω κάποιον εμβρόντητο, σε σημείο που να μην μπορεί να πει ή να κάνει τίποτα