swobodnie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
swobodnie (pl)
- ελεύθερα, χωρίς εμπόδια
- teraz możesz swobodnie ruszać rękami - τώρα μπορείς να κουνάς τα χέρια σου ελεύθερα