swobodnie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίρρημα[επεξεργασία]

swobodnie (pl)

  1. ελεύθερα, χωρίς εμπόδια
    teraz możesz swobodnie ruszać rękami - τώρα μπορείς να κουνάς τα χέρια σου ελεύθερα

Συγγενικά[επεξεργασία]