systematically

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός systematically
συγκριτικός more systematically
υπερθετικός most systematically

Ετυμολογία [επεξεργασία]

systematically < systematic + -ally

Επίρρημα[επεξεργασία]

systematically (en)

  • συστηματικά
    There are forces which are trying to systematically short circuit the mechanisms and functions of the state.
    Υπάρχουν δυνάμεις που προσπαθούν συστηματικά να βραχυκυκλώσουν τους μηχανισμούς και τις λειτουργίες του κράτους.

Πηγές[επεξεργασία]