tangentiellement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- tangentiellement < tangentiel
Επίρρημα[επεξεργασία]
tangentiellement (fr)
- με εφαπτόμενο τρόπο
tangentiellement (fr)