tariff

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tariff (en)

  1. ο δασμός, ο φόρος για προϊόντα που εισάγονται σε ή εξάγονται από μια χώρα
  2. η χρονοχρέωση κατά τη μεταφορά σε επιβατικό όχημα ξηράς (ταξί) ως μέρος του κομίστρου.