tithe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

/tʌɪð/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

  • εκκλησιαστική δεκάτη
    το ένα δέκατο της παραγωγής ή άλλων εσόδων που δίνεται ως φόρος στην εκκλησία