tlenek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

tlenek < υποκοριστικό του tlen

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tlenek (pl) αρσενικό