travojaĝita

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

travojaĝita

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

travojaĝita (eo)

  • αόριστος της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος travojaĝi