truly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
truly (en)
- αληθινά, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι μια συγκεκριμένη δήλωση, συναίσθημα κτλ. είναι ειλικρινής και αληθινή
- ↪ She truly loves him.
- Τον αγαπάει αληθινά.
- ↪ He truly cried.
- Έκλαψε αληθινά.
- ↪ She truly loves him.
- αληθινά, χρησιμοποιείται για να τονίσει μια συγκεκριμένη ιδιότητα
- ↪ He is a truly honest man.
- Είναι αληθινά τίμιος άνθρωπος.
- ↪ He is a truly honest man.
- αληθώς, αληθινά, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι μια συγκεκριμένη περιγραφή είναι ακριβής ή σωστή
- ↪ -“Christ is risen!” -“Truly He is risen!”
- -«Χριστός ανέστη!» -«Αληθώς ανέστη!»
- ↪ He truly behaved like a gentleman.
- Φέρθηκε αληθινά σαν κύριος.
- ↪ Did you truly see him stealing?
- Τον είδες αληθινά να κλέβει;
- ↪ -“Christ is risen!” -“Truly He is risen!”
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη actually