trustworthy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός trustworthy
συγκριτικός trustworthier / more trustworthy
υπερθετικός trustworthiest / most trustworthy

Ετυμολογία [επεξεργασία]

trustworthy < trust + -worthy

Επίθετο[επεξεργασία]

trustworthy (en)

  • αξιόπιστος, που μπορώ να βασιστώ για να είμαι καλός, ειλικρινής κτλ.
    a trustworthy friend - αξιόπιστος φίλος
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη dependable

Πηγές[επεξεργασία]