underweight
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | underweight |
συγκριτικός | more underweight |
υπερθετικός | most underweight |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
underweight (en)
- λιποβαρής
- ↪ Someone underweight isn't necessarily unhealthy.
- Το να είναι κάποιος λιποβαρής δεν είναι απαραίτητα ανθυγιεινό.
- ↪ Someone underweight isn't necessarily unhealthy.