unhesitatingly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- unhesitatingly < unhesitating + -ly
Επίρρημα[επεξεργασία]
unhesitatingly (en) (χωρίς παραθετικά)
- ανενδοίαστα, χωρίς ενδοιασμούς
- ↪ They should stop, at last, mocking us so unhesitatingly.
- Να πάψουν, επιτέλους, να μας εμπαίζουν τόσο ανενδοίαστα.
- ↪ They should stop, at last, mocking us so unhesitatingly.