unjustly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός unjustly
συγκριτικός more unjustly
υπερθετικός most unjustly

Ετυμολογία [επεξεργασία]

unjustly < unjust + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

unjustly (en)

  • άδικα
    I was forced to undertake his defense myself, because he was unjustly accused.
    Αναγκάστηκα να αναλάβω εγώ την υπεράσπισή του, γιατί τον κατηγορούσαν άδικα.
     συνώνυμα: unfairly

Πηγές[επεξεργασία]