unpleasantly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | unpleasantly |
συγκριτικός | more unpleasantly |
υπερθετικός | most unpleasantly |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- unpleasantly < unpleasant + -ly
Επίρρημα[επεξεργασία]
unpleasantly (en)
- δυσάρεστα
- ↪ It unpleasantly surprised me.
- Με ξάφνιασε δυσάρεστα.
- ↪ It unpleasantly surprised me.